- ευμορφία
- και ευμορφιά και ὀμορφιά, η (ΑΜ εὐμορφία, Μ και ἐμορφιά καὶ ὀμορφιά) [εύμορφος]1. η ωραιότητα, το κάλλος (ιδιαίτερα τής μορφής) (α. «ὠλόμην ἐγὼ εὐμορφίᾳ πραθεῑσα», Ευρ.β. «στείλε μου πάλε να τά ιδώ μ' όλη την ευμορφιά τους τής νιότης μου τα ονείρατα», Βαλαωρ.)2. και μτφ. για την αρετή («εὐμορφία τῆς ἀρετῆς», Μηναί.)μσν.μτφ. στολίδιαρχ.φρ. α) «αἱ τῶν διδασκαλείων εὐμορφίαι» — οι τεχνοτροπίες, τα στολίδια τού λόγουβ) «χολῆς λοβοῡ τε... εὐμορφία» — η απαιτούμενη για ευοίωνη θυσία συμμετρία στα σπλάγχνα τού ζώου που πρόκειται να θυσιαστεί.
Dictionary of Greek. 2013.